- επιβλάστη
- η1. το τμήμα τής εξωβλάστης τού γαστριδίου που απομένει αφού αποχωριστεί η νευροβλάστη, από την οποία διαπλάσσεται το νευρικό σύστημα2. μικρός συμμετρικός λοβός τής κοτυληδόνας στο έμβρυο τών αγρωστιδών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek
επιβλαστικός — ή, ό (Α ἐπιβλαστικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που προέρχεται από την επιβλάστη («επιβλαστικά παράγωγα» [δέρμα, μαζικοί αδένες κ.λπ.]) αρχ. εκείνος που μπορεί να ξαναβλαστήσει … Dictionary of Greek